- ὑπερανεστηκότα
- ὑπερανίσταμαιstand upperf part act neut nom/voc/acc plὑπερανίσταμαιstand upperf part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερανίσταμαι — ΜΑ στέκομαι ψηλότερα από τους άλλους, προεξέχω πάνω από τους άλλους (α. «ὑψηλὰ φρονήματα ὑπερανεστηκότα τῶν γηΐνων», Βασ. β. «χωρία ὑψηλὰ καὶ ὑπερανεστηκότα», Λουκιαν.) μσν. υπερέχω, υπερτερώ («θνητῶν φύσεων ὑπερανεστηκός», Αρέθ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek